-
1 ἄριστος
1 best, finestἄριστον μὲν ὕδωρ O. 1.1
νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος O. 13.48
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον is the best part of (poetic) wisdom P. 2.56ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός N. 4.1
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος N. 8.8
προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.35
ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159. -
2 καιρός
καιρός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)1 fitting, right time (“u. a. der Sinn für das jeweils den Umständen Angemessene, Geschmack, Takt,” Fränkel, D & P, 509̆{14}: v. Bundy, 1. 18̆{44}; Barrett on Eur., Hipp., 386.)a νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος i. e. the fitting time is the best (time) to observe O. 13.48ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ i. e. at exactly the right time P. 8.7ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.78
ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4
καιρὸν[ fr. 51f. b. μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (“mit richtiger Wahl eingreifend,” Fränkel) Pae. 2.34 c. gen., opportunity, due season, chance for,ὁ μὰν πλοῦτος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.54
ὧν ἔραται καιρὸν διδούς P. 1.57
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών ( καιρόν to be understood ἀπὸ κοινοῦ, v. Radt, Mnem., 1966, 152̆{5}) N. 1.18Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι N. 7.58
in phrases, κατὰ καιρόν, ἐν καιρῷ, opportunely, ( Χεῖρα)τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις I. 2.22
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. also παρὰ καιρόν, inopportunely, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (“Richtmaß,” Fränkel) O. 8.24τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38
τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4b = τὰ καίρια, things timelyκαιρὸν εἰ φθέγξαιο P. 1.81
c frag. ἐν και]ρῷ P. Oxy. 2622. fr. 1. 1 ad ?fr. 346. -
3 νοέω
a observe, heedἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον· νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος O. 13.48
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18
b be minded, intend c. inf. “ πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον” N. 10.86 c. acc. cogn. ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται with hostile intent Pae. 2.54
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий